Anonymous

ἁρμοῖ: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]).
|lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμοῖ:''' v. l. ἀρμοῖ adv. только что, как раз, совсем недавно Aesch., Theocr.
}}
}}