Anonymous

ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος.
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
}}
}}