Anonymous

ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐπί, [[πλέκω]]<br />without [[connection]] with others, [[isolated]], Strab.
}}
}}