Anonymous

ἀνυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[υπόσταση]], ο [[αβάσιμος]], ο [[αστήριχτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο [[ακαταγώνιστος]]<br />(«[[ἀνυπόστατος]] [[δύναμις]]», [[Πλάτων]]<br />«[[ἀνυπόστατος]] [[ἀνάγκη]]», Ξενοφών<br />«τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> αυτός που δεν έχει [[υποστάθμη]], δεν αφήνει [[κατακάθι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[υπόσταση]], ο [[αβάσιμος]], ο [[αστήριχτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο [[ακαταγώνιστος]]<br />(«[[ἀνυπόστατος]] [[δύναμις]]», [[Πλάτων]]<br />«[[ἀνυπόστατος]] [[ἀνάγκη]]», Ξενοφών<br />«τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> αυτός που δεν έχει [[υποστάθμη]], δεν αφήνει [[κατακάθι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπόστᾰτος:''' -ον ([[ὑφίστημι]]), αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να αντισταθεί, [[ακατανίκητος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}