ἀνυπόστατος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπόστᾰτος:''' -ον ([[ὑφίστημι]]), αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να αντισταθεί, [[ακατανίκητος]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνυπόστᾰτος:''' -ον ([[ὑφίστημι]]), αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να αντισταθεί, [[ακατανίκητος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπόστᾰτος:''' <b class="num">1)</b> неодолимый, неотразимый ([[ἀνάγκη]] Xen.; [[δύναμις]] Plat.; φρύνημα Xen., Plut.; [[πόλις]] Xen.; ἀνυπόστατοι καὶ μαχιμώτατοι ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный основания, неосновательный ([[ὑπόθεσις]] Polyb.; ἀρχαί Diog. L.).
}}
}}