Anonymous

αὖος: Difference between revisions

From LSJ
639 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὖος]], -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ξύλα, καρπούς <b>κ.λπ.</b>) [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> (για φύλλα) μαραμένος, [[ξερός]]<br /><b>3.</b> (για τους γέρους) αυτός που τρέμει ([[κυρίως]] από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου<br /><b>4.</b> διψασμένος<br /><b>5.</b> [[εμβρόντητος]], [[κατάπληκτος]]<br /><b>6.</b> [[απένταρος]], [[αχρήματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αὖον ἀϋτεῑν» ή «...αὔειν<br />[[βγάζω]] [[ξερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι <i>αὗος</i> ([[αττικός]]) και [[αὖος]] (ήδη [[ομηρικός]]) ανάγονται στο ινδοευρ. <i>sausos</i> «[[ξηρός]]» &GT; <i>hauhos</i> &GT; <i>auhos</i> (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού <i>h</i>-) &GT; <i>hauos</i> (με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ.) &GT; <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>sausos</i> &GT; <i>hauhos</i> &GT; <i>hauos</i> (με σίγηση του -<i>h</i>- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) &GT; <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Ο [[ελληνικός]] τ. αντιστοιχεί [[προς]] τα λιθ. <i>saῡsos</i>, αρχ. σλαβ. <i>suchŭ</i>, αγγλοσαξον. <i>s</i><i>ē</i><i>ar</i>, μσν. γερμ. <i>s</i><i>ō</i><i>r</i> (τύποι που φέρουν τη [[σημασία]] «[[ξηρός]]» και [[επίσης]] ανάγονται σε ινδοευρ. <i>saũsos</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αὐαίνω]] και <i>αὑαίνω</i>, [[αυονή]], [[αυότης]].
|mltxt=[[αὖος]], -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ξύλα, καρπούς <b>κ.λπ.</b>) [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> (για φύλλα) μαραμένος, [[ξερός]]<br /><b>3.</b> (για τους γέρους) αυτός που τρέμει ([[κυρίως]] από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου<br /><b>4.</b> διψασμένος<br /><b>5.</b> [[εμβρόντητος]], [[κατάπληκτος]]<br /><b>6.</b> [[απένταρος]], [[αχρήματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αὖον ἀϋτεῑν» ή «...αὔειν<br />[[βγάζω]] [[ξερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι <i>αὗος</i> ([[αττικός]]) και [[αὖος]] (ήδη [[ομηρικός]]) ανάγονται στο ινδοευρ. <i>sausos</i> «[[ξηρός]]» &GT; <i>hauhos</i> &GT; <i>auhos</i> (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού <i>h</i>-) &GT; <i>hauos</i> (με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ.) &GT; <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>sausos</i> &GT; <i>hauhos</i> &GT; <i>hauos</i> (με σίγηση του -<i>h</i>- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) &GT; <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Ο [[ελληνικός]] τ. αντιστοιχεί [[προς]] τα λιθ. <i>saῡsos</i>, αρχ. σλαβ. <i>suchŭ</i>, αγγλοσαξον. <i>s</i><i>ē</i><i>ar</i>, μσν. γερμ. <i>s</i><i>ō</i><i>r</i> (τύποι που φέρουν τη [[σημασία]] «[[ξηρός]]» και [[επίσης]] ανάγονται σε ινδοευρ. <i>saũsos</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αὐαίνω]] και <i>αὑαίνω</i>, [[αυονή]], [[αυότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὖος:''' -η, -ον, Αττ. [[αὗος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[αὔω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ξηρός]], λέγεται για τα ξύλα, σε Ομήρ. Οδ.· ξηραμένος, λέγεται για καρπούς, σε Ηρόδ.· μαραμένος, λέγεται για φύλλα, σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., [[αὖον]] ἀϋτεῖν ή <i>αὔειν</i>, ηχώ [[ξηρά]] και σκληρά, λέγεται για το [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αποξηραμένος, [[ξηρός]], σε Θεόκρ.
}}
}}