Anonymous

γειοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γειοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] χώματος.
|mltxt=[[γειοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] χώματος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γειοφόρος:''' -ον (γῆ, [[φέρω]]), αυτός που [[βαστά]] τη γη, σε Ανθ.
}}
}}