Anonymous

γειοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γειοφόρος:''' -ον (γῆ, [[φέρω]]), αυτός που [[βαστά]] τη γη, σε Ανθ.
|lsmtext='''γειοφόρος:''' -ον (γῆ, [[φέρω]]), αυτός που [[βαστά]] τη γη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γειοφόρος:''' служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).
}}
}}