Anonymous

ἀπαρασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. απαράσκευος, -η, -ο (Α [[ἀπαρασκεύαστος]], -ον κ. [[ἀπαράσκευος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί<br /><b>2.</b> [[ανέτοιμος]], [[απροετοίμαστος]].
|mltxt=κ. απαράσκευος, -η, -ο (Α [[ἀπαρασκεύαστος]], -ον κ. [[ἀπαράσκευος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί<br /><b>2.</b> [[ανέτοιμος]], [[απροετοίμαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαρασκεύαστος:''' -ον ([[παρασκευάζω]]), = το επόμ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}