ἀπαρασκεύαστος
English (LSJ)
ἀπαρασκεύαστον, = ἀπαράσκευος (without preparation, unprepared, unprovided with), X. An. 1.5.9 (Comp.), 2 Ep. Cor. 9.4, J. AJ 4.8.41. Adv. ἀπαρασκευάστως Arist. Rh. Al. 1430a3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1mal preparado, desvalido, desasistido γνώμη Antipho Soph.B 3 (= Antipho Fr.74).
2 no preparado, desprevenido βασιλεύς X.An.1.5.9, de un gimnasiarco CRIA 172.4, μήπως ἐὰν ... εὕρωσιν ὑμᾶς ἀπαρασκευάστους no sea que ... os hallen desapercibidos 2Ep.Cor.9.4, cf. I.AI 4.293.
II adv. ἀπαρασκευάστως = sin preparación πολεμήσαντες Anaximen.Rh.1430a3.
German (Pape)
[Seite 279] unvorbereitet, ungerüstet, βασιλεὺσστότατος Xen. An. 1, 1, 6. 2, 3, 21; Compar., Poll. 6, 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non préparé.
Étymologie: ἀ, παρασκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρασκεύαστος: неподготовленный, не готовый Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρασκεύαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of παρασκευάζω; unready: unprepared.
English (Thayer)
ἀπαρασκευαστον (παρασκευάζω), unprepared: Xenophon, Cyril 2,4, 15; an. 1,1, 6 (variant); 2,3, 21; Josephus, Antiquities 4,8, 41; Herodian, 3,9, 19 (11), Bekker edition); adverb ἀπαρασκευαστως (Aristotle, rhet. Alex. 9, p. 1430{a} 3); Clement, hom. 32,15.)
Greek Monolingual
κ. απαράσκευος, -η, -ο (Α ἀπαρασκεύαστος, -ον κ. ἀπαράσκευος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει παρασκευαστεί
2. ανέτοιμος, απροετοίμαστος.
Greek Monotonic
ἀπαρασκεύαστος: -ον (παρασκευάζω), = το επόμ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
παρασκευάζω, = ἀπαράσκευος, NTest.]
Chinese
原文音譯:¢paraskeÚastoj 阿-爬拉-士求阿士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:未-在旁-器具
字義溯源:沒有預備的,沒有準備的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(παρασκευάζω)=儲應)組成;而 (παρασκευάζω)又由(παρά)*=旁,出於)與(σκεῦος)*=器具,容器)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 沒有準備(1) 林後9:4
Translations
unprepared
Armenian: անպատրաստ; Bulgarian: неподготвен; Czech: nepřipravený; Danish: uforberedt; Dutch: onvoorbereid; Finnish: valmistautumaton; German: unvorbereitet; Gothic: 𐌿𐌽𐌼𐌰𐌽𐍅𐌿𐍃; Greek: απροετοίμαστος; Ancient Greek: ἀμελέτητος, ἀπαρασκεύαστος, ἀπαράσκευος, ἀπόχειρος, ἄσκευος, αὐτοκάβδαλος; Hungarian: felkészületlen; Irish: neamhullamh, anullamh; Latin: imparatus; Norwegian Bokmål: uforberedt; Polish: nieprzygotowany; Russian: неподготовленный, неготовый; Slovak: nepripravený; Ukrainian: непідготовлений