Anonymous

ἀσφάδαστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσφάδαστος]], -ον (Α) [[σφαδάζω]]<br />([[κυρίως]] για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια [[αγωνία]].
|mltxt=[[ἀσφάδαστος]], -ον (Α) [[σφαδάζω]]<br />([[κυρίως]] για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια [[αγωνία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφάδαστος:''' [ᾰδ], -ον ([[σφαδάζω]]), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}