Anonymous

ἀσφάδαστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφάδαστος:''' [ᾰδ], -ον ([[σφαδάζω]]), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀσφάδαστος:''' [ᾰδ], -ον ([[σφαδάζω]]), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφάδαστος:''' бестрепетный, не бьющийся в судорогах: ἀ. τὸ [[ὄμμα]] συμβαλεῖν Aesch. умереть без мучений; ἀσφαδάστῳ πηδήματι Soph. решительным движением, не дрогнув.
}}
}}