3,277,179
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσφάδαστος:''' [ᾰδ], -ον ([[σφαδάζω]]), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀσφάδαστος:''' [ᾰδ], -ον ([[σφαδάζω]]), αυτός που δεν έχει σπασμούς ή [[αγωνία]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσφάδαστος:''' бестрепетный, не бьющийся в судорогах: ἀ. τὸ [[ὄμμα]] συμβαλεῖν Aesch. умереть без мучений; ἀσφαδάστῳ πηδήματι Soph. решительным движением, не дрогнув. | |||
}} | }} |