3,274,522
edits
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>βλ.</b> [[γίνομαι]]. | |mltxt=<b>βλ.</b> [[γίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γίγνομαι:''' Ιων. και στα μεταγεν. ελλ. γί-νομαι[ῑ], μέλ. [[γενήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐγενόμην]], Ιων. βʹ ενικ. [[γένευ]], γʹ ενικ. [[γενέσκετο]], συγκεκ. [[ἔγεντο]], παρακ. [[γέγονα]], υπερσ. <i>ἐγεγόνειν</i>, Ιων. <i>ἐγεγόνεα</i>· για τους Επικ. τύπους [[γέγαα]], <i>γεγάᾱσι</i> κ.λπ., βλ. γέγᾰα· [[εκτός]] αυτών, έχουμε κάποιους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>ἐγενήθην</i>, παρακ. [[γεγένημαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐγεγένητο</i> ή <i>γεγένητο</i> (το <i>γί-γνομαι</i> είναι ο συγκεκ. [[τύπος]] από το <i>γι-γένομαι</i>, √<i>ΓΕΝ</i>· πρβλ. αόρ. βʹ [[γενέσθαι]], [[γένος]] κ.λπ.· όμοια στα Λατ. gi-gno αντί gi-[[geno]]).Η ριζική [[σημασία]] είναι,<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] σε [[κατάσταση]] ύπαρξης, [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], Λατ. gigni·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, γεννιέμαι· <i>[[νέον]] γεγαώς</i>, [[νεογέννητος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>γεγονέναι ἔκ τινος</i>, σε Ηρόδ.· σπανιότερα ἀπό τινος, στον ίδ.· <i>τινός</i>, σε Ευρ.· με αριθμητικά, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. [[natus]] annos [[tredecim]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, παράγομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· για ποσά, αθροίσματα, ὁ γεγονὼς [[ἀριθμός]], το όλο [[αποτέλεσμα]] ή [[ποσό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για περιστατικά, [[λαμβάνω]] [[χώρα]], πραγματοποιούμαι, [[συμβαίνω]], τελούμαι, και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω τελεσθεί, έχω συμβεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὃ μὴ γένοιτο</i>, Λατ. [[quod]] [[dii]] prohibeant, σε Δημ.· με δοτ. και μτχ., <i>γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ</i>, <i>ἀσμένῳ</i>, είμαι [[χαρούμενος]] με την ύπαρξή του, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θυσίες, οιωνούς κ.λπ., είμαι [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[ευμενής]], στον ίδ., σε Ξεν.· στη μτχ. ουδ., τὸ [[γενόμενον]], το [[συμβάν]], το [[περιστατικό]], σε Θουκ.· τὰ [[γενόμενα]], αυτά που έχουν συμβεί, τα γεγονότα, σε Ξεν.· τὰ [[γεγενημένα]], τα προηγούμενα περιστατικά, το [[παρελθόν]], στον ίδ.· τὸ [[γενησόμενον]], το [[μέλλον]], σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για τον χρόνο, ὡς [[τρίτη]] [[ἡμέρη]] ἐγένετο, όταν έφτασε η [[τρίτη]] [[μέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ακολουθ. από κατηγορ., [[εισέρχομαι]] σε μια συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[μετατρέπομαι]], [[καταντώ]], [[γίνομαι]], Λατ. fieri, και (στους παρελθοντικούς χρόνους) είμαι [[τέτοιος]] ή τέτοιου είδους, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πάντα γιγνόμενος</i>, αυτός που στρέφεται προς [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[παντοῖος]] γιγνόμενος, σε Ηρόδ.· <i>τί γένωμαι;</i> τι να γίνω; δηλ. ποια θα είναι η [[τύχη]] μου; σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἔχοντες ὅ</i>,<i>τι γένωνται</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με επίρρ., [[κακῶς]] ἐγένετό μοι, ([[κάτι]]) μου πήγε στραβά, σε Ηρόδ.· <i>εὖ</i>, [[καλῶς]] γίγνεται, εξελίσσεται [[καλά]], έχει [[καλώς]] κ.λπ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από τις πλάγιες πτώσεις ουσ., <b>α)</b> με γεν., [[γίγνομαι]] [[τῶν]] δικαστέων, [[γίνομαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου, [[ένας]] από τους δικαστές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδομαι σε κάποιον, [[ανήκω]] σε κάποιον, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος, σε Ξεν.· είμαι ή [[γίνομαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[ἑαυτοῦ]] [[γίγνομαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] ἐντὸς ἑωϋτοῦ, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[στοιχίζω]], δηλ. [[κοστίζω]], [[αξίζω]], [[πωλούμαι]] τόσο, με γεν. της αξίας, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]], σε Αριστοφ. <b>β)</b> με πρόθ., [[γίγνομαι]] ἀπὸ ή <i>ἐκ δείπνου</i>, έχω τελειώσει το [[δείπνο]] μου, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] εἰς τόπον, βρίσκομαι σε... ή [[πλησίον]]..., στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐξὀφθαλμῶν τινι, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι από την όραση, το οπτικό [[πεδίο]] κάποιου, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐν τόπῳ, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]], στον ίδ.· ομοίως, [[γίγνομαι]] ἐνποιήσει, [[ασχολούμαι]] με την [[ποίηση]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>δι'ἔχθρας</i>, <i>δι' ἔριδος γίγνομαί τινι</i>, [[γίνομαι]] [[εχθρός]] με κάποιον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] [[ἐπί]] τινι, υποτάσσομαι στην [[εξουσία]] κάποιου ή στις δυνάμεις του, σε Ξεν.· [[γίγνομαι]] μετάτινος, [[συμπαραστέκομαι]], είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, πάω με το [[μέρος]] του, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] [[παρά]] τινα, [[έρχομαι]] ή πάω σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] πρὸς τόπῳ, βρίσκομαι σε ή κοντά σε..., σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρόςτινι, [[ασχολούμαι]] με..., σε Δημ.· [[γίγνομαι]] [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρὸ ὁδοῦ, κατευθύνομαι, [[πηγαίνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |