Anonymous

γίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γίγνομαι:''' Ιων. και στα μεταγεν. ελλ. γί-νομαι[ῑ], μέλ. [[γενήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐγενόμην]], Ιων. βʹ ενικ. [[γένευ]], γʹ ενικ. [[γενέσκετο]], συγκεκ. [[ἔγεντο]], παρακ. [[γέγονα]], υπερσ. <i>ἐγεγόνειν</i>, Ιων. <i>ἐγεγόνεα</i>· για τους Επικ. τύπους [[γέγαα]], <i>γεγάᾱσι</i> κ.λπ., βλ. γέγᾰα· [[εκτός]] αυτών, έχουμε κάποιους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>ἐγενήθην</i>, παρακ. [[γεγένημαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐγεγένητο</i> ή <i>γεγένητο</i> (το <i>γί-γνομαι</i> είναι ο συγκεκ. [[τύπος]] από το <i>γι-γένομαι</i>, √<i>ΓΕΝ</i>· πρβλ. αόρ. βʹ [[γενέσθαι]], [[γένος]] κ.λπ.· όμοια στα Λατ. gi-gno αντί gi-[[geno]]).Η ριζική [[σημασία]] είναι,<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] σε [[κατάσταση]] ύπαρξης, [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], Λατ. gigni·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, γεννιέμαι· <i>[[νέον]] γεγαώς</i>, [[νεογέννητος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>γεγονέναι ἔκ τινος</i>, σε Ηρόδ.· σπανιότερα ἀπό τινος, στον ίδ.· <i>τινός</i>, σε Ευρ.· με αριθμητικά, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. [[natus]] annos [[tredecim]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, παράγομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· για ποσά, αθροίσματα, ὁ γεγονὼς [[ἀριθμός]], το όλο [[αποτέλεσμα]] ή [[ποσό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για περιστατικά, [[λαμβάνω]] [[χώρα]], πραγματοποιούμαι, [[συμβαίνω]], τελούμαι, και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω τελεσθεί, έχω συμβεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὃ μὴ γένοιτο</i>, Λατ. [[quod]] [[dii]] prohibeant, σε Δημ.· με δοτ. και μτχ., <i>γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ</i>, <i>ἀσμένῳ</i>, είμαι [[χαρούμενος]] με την ύπαρξή του, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θυσίες, οιωνούς κ.λπ., είμαι [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[ευμενής]], στον ίδ., σε Ξεν.· στη μτχ. ουδ., τὸ [[γενόμενον]], το [[συμβάν]], το [[περιστατικό]], σε Θουκ.· τὰ [[γενόμενα]], αυτά που έχουν συμβεί, τα γεγονότα, σε Ξεν.· τὰ [[γεγενημένα]], τα προηγούμενα περιστατικά, το [[παρελθόν]], στον ίδ.· τὸ [[γενησόμενον]], το [[μέλλον]], σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για τον χρόνο, ὡς [[τρίτη]] [[ἡμέρη]] ἐγένετο, όταν έφτασε η [[τρίτη]] [[μέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ακολουθ. από κατηγορ., [[εισέρχομαι]] σε μια συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[μετατρέπομαι]], [[καταντώ]], [[γίνομαι]], Λατ. fieri, και (στους παρελθοντικούς χρόνους) είμαι [[τέτοιος]] ή τέτοιου είδους, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πάντα γιγνόμενος</i>, αυτός που στρέφεται προς [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[παντοῖος]] γιγνόμενος, σε Ηρόδ.· <i>τί γένωμαι;</i> τι να γίνω; δηλ. ποια θα είναι η [[τύχη]] μου; σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἔχοντες ὅ</i>,<i>τι γένωνται</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με επίρρ., [[κακῶς]] ἐγένετό μοι, ([[κάτι]]) μου πήγε στραβά, σε Ηρόδ.· <i>εὖ</i>, [[καλῶς]] γίγνεται, εξελίσσεται [[καλά]], έχει [[καλώς]] κ.λπ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από τις πλάγιες πτώσεις ουσ., <b>α)</b> με γεν., [[γίγνομαι]] [[τῶν]] δικαστέων, [[γίνομαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου, [[ένας]] από τους δικαστές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδομαι σε κάποιον, [[ανήκω]] σε κάποιον, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος, σε Ξεν.· είμαι ή [[γίνομαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[ἑαυτοῦ]] [[γίγνομαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] ἐντὸς ἑωϋτοῦ, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[στοιχίζω]], δηλ. [[κοστίζω]], [[αξίζω]], [[πωλούμαι]] τόσο, με γεν. της αξίας, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]], σε Αριστοφ. <b>β)</b> με πρόθ., [[γίγνομαι]] ἀπὸ ή <i>ἐκ δείπνου</i>, έχω τελειώσει το [[δείπνο]] μου, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] εἰς τόπον, βρίσκομαι σε... ή [[πλησίον]]..., στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐξὀφθαλμῶν τινι, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι από την όραση, το οπτικό [[πεδίο]] κάποιου, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐν τόπῳ, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]], στον ίδ.· ομοίως, [[γίγνομαι]] ἐνποιήσει, [[ασχολούμαι]] με την [[ποίηση]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>δι'ἔχθρας</i>, <i>δι' ἔριδος γίγνομαί τινι</i>, [[γίνομαι]] [[εχθρός]] με κάποιον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] [[ἐπί]] τινι, υποτάσσομαι στην [[εξουσία]] κάποιου ή στις δυνάμεις του, σε Ξεν.· [[γίγνομαι]] μετάτινος, [[συμπαραστέκομαι]], είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, πάω με το [[μέρος]] του, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] [[παρά]] τινα, [[έρχομαι]] ή πάω σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] πρὸς τόπῳ, βρίσκομαι σε ή κοντά σε..., σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρόςτινι, [[ασχολούμαι]] με..., σε Δημ.· [[γίγνομαι]] [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρὸ ὁδοῦ, κατευθύνομαι, [[πηγαίνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γίγνομαι:''' Ιων. και στα μεταγεν. ελλ. γί-νομαι[ῑ], μέλ. [[γενήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐγενόμην]], Ιων. βʹ ενικ. [[γένευ]], γʹ ενικ. [[γενέσκετο]], συγκεκ. [[ἔγεντο]], παρακ. [[γέγονα]], υπερσ. <i>ἐγεγόνειν</i>, Ιων. <i>ἐγεγόνεα</i>· για τους Επικ. τύπους [[γέγαα]], <i>γεγάᾱσι</i> κ.λπ., βλ. γέγᾰα· [[εκτός]] αυτών, έχουμε κάποιους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>ἐγενήθην</i>, παρακ. [[γεγένημαι]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐγεγένητο</i> ή <i>γεγένητο</i> (το <i>γί-γνομαι</i> είναι ο συγκεκ. [[τύπος]] από το <i>γι-γένομαι</i>, √<i>ΓΕΝ</i>· πρβλ. αόρ. βʹ [[γενέσθαι]], [[γένος]] κ.λπ.· όμοια στα Λατ. gi-gno αντί gi-[[geno]]).Η ριζική [[σημασία]] είναι,<br /><b class="num">I.</b> [[έρχομαι]] σε [[κατάσταση]] ύπαρξης, [[έρχομαι]] στη [[ζωή]], Λατ. gigni·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, γεννιέμαι· <i>[[νέον]] γεγαώς</i>, [[νεογέννητος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>γεγονέναι ἔκ τινος</i>, σε Ηρόδ.· σπανιότερα ἀπό τινος, στον ίδ.· <i>τινός</i>, σε Ευρ.· με αριθμητικά, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. [[natus]] annos [[tredecim]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, παράγομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· για ποσά, αθροίσματα, ὁ γεγονὼς [[ἀριθμός]], το όλο [[αποτέλεσμα]] ή [[ποσό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για περιστατικά, [[λαμβάνω]] [[χώρα]], πραγματοποιούμαι, [[συμβαίνω]], τελούμαι, και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω τελεσθεί, έχω συμβεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὃ μὴ γένοιτο</i>, Λατ. [[quod]] [[dii]] prohibeant, σε Δημ.· με δοτ. και μτχ., <i>γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ</i>, <i>ἀσμένῳ</i>, είμαι [[χαρούμενος]] με την ύπαρξή του, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θυσίες, οιωνούς κ.λπ., είμαι [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[ευμενής]], στον ίδ., σε Ξεν.· στη μτχ. ουδ., τὸ [[γενόμενον]], το [[συμβάν]], το [[περιστατικό]], σε Θουκ.· τὰ [[γενόμενα]], αυτά που έχουν συμβεί, τα γεγονότα, σε Ξεν.· τὰ [[γεγενημένα]], τα προηγούμενα περιστατικά, το [[παρελθόν]], στον ίδ.· τὸ [[γενησόμενον]], το [[μέλλον]], σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για τον χρόνο, ὡς [[τρίτη]] [[ἡμέρη]] ἐγένετο, όταν έφτασε η [[τρίτη]] [[μέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ακολουθ. από κατηγορ., [[εισέρχομαι]] σε μια συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[μετατρέπομαι]], [[καταντώ]], [[γίνομαι]], Λατ. fieri, και (στους παρελθοντικούς χρόνους) είμαι [[τέτοιος]] ή τέτοιου είδους, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πάντα γιγνόμενος</i>, αυτός που στρέφεται προς [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[παντοῖος]] γιγνόμενος, σε Ηρόδ.· <i>τί γένωμαι;</i> τι να γίνω; δηλ. ποια θα είναι η [[τύχη]] μου; σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἔχοντες ὅ</i>,<i>τι γένωνται</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με επίρρ., [[κακῶς]] ἐγένετό μοι, ([[κάτι]]) μου πήγε στραβά, σε Ηρόδ.· <i>εὖ</i>, [[καλῶς]] γίγνεται, εξελίσσεται [[καλά]], έχει [[καλώς]] κ.λπ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από τις πλάγιες πτώσεις ουσ., <b>α)</b> με γεν., [[γίγνομαι]] [[τῶν]] δικαστέων, [[γίνομαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου, [[ένας]] από τους δικαστές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδομαι σε κάποιον, [[ανήκω]] σε κάποιον, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος, σε Ξεν.· είμαι ή [[γίνομαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[ἑαυτοῦ]] [[γίγνομαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] ἐντὸς ἑωϋτοῦ, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[στοιχίζω]], δηλ. [[κοστίζω]], [[αξίζω]], [[πωλούμαι]] τόσο, με γεν. της αξίας, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ' ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]], σε Αριστοφ. <b>β)</b> με πρόθ., [[γίγνομαι]] ἀπὸ ή <i>ἐκ δείπνου</i>, έχω τελειώσει το [[δείπνο]] μου, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] εἰς τόπον, βρίσκομαι σε... ή [[πλησίον]]..., στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐξὀφθαλμῶν τινι, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι από την όραση, το οπτικό [[πεδίο]] κάποιου, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] ἐν τόπῳ, βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]], στον ίδ.· ομοίως, [[γίγνομαι]] ἐνποιήσει, [[ασχολούμαι]] με την [[ποίηση]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>δι'ἔχθρας</i>, <i>δι' ἔριδος γίγνομαί τινι</i>, [[γίνομαι]] [[εχθρός]] με κάποιον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[γίγνομαι]] [[ἐπί]] τινι, υποτάσσομαι στην [[εξουσία]] κάποιου ή στις δυνάμεις του, σε Ξεν.· [[γίγνομαι]] μετάτινος, [[συμπαραστέκομαι]], είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, πάω με το [[μέρος]] του, στον ίδ.· [[γίγνομαι]] [[παρά]] τινα, [[έρχομαι]] ή πάω σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[γίγνομαι]] πρὸς τόπῳ, βρίσκομαι σε ή κοντά σε..., σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρόςτινι, [[ασχολούμαι]] με..., σε Δημ.· [[γίγνομαι]] [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· [[γίγνομαι]] πρὸ ὁδοῦ, κατευθύνομαι, [[πηγαίνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γίγνομαι:''' дор.-ион. и поздн. [[γίνομαι]] (γῑ), эп. тж. [[γείνομαι]] (см.) (impf. ἐγιγνόμην, fut. [[γενήσομαι]], aor. 2 [[ἐγενόμην]] - дор. ἐγενόμαν, pf. [[γέγονα]] - эп. тж. [[γέγαα]], part. [[γεγαώς]] - стяж. [[γεγώς]]; pass.: pf. [[γεγένημαι]], ppf. (ἐ)γεγενητο)<br /><b class="num">1)</b> рождаться ([[θανεῖν]] ἢ [[γενέσθαι]] Hes.; γ. καὶ ἀπόλλυσθαι Plat.): τὰ [[γενόμενα]] или γιγνόμενα (sc. τέκνα) Arst. дети; γεγονέναι ἔκ τινος Hom., Eur., Arst., [[ἀπό]] τινος Her., Xen., Plat., редко τινος Eur. происходить от кого-л.; [[νέον]] [[γεγαώς]] Hom. новорожденный; γεγονέναι εὖ Her. или [[καλῶς]] Isocr. быть знатного происхождения; οἱ ἐξ [[ἡμῶν]] γεγονότες Isocr. наши дети;<br /><b class="num">2)</b> (о растениях) рождаться, вырастать, расти (φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Xen.; τὰ γιγνόμενα ἐν ἀγρῷ Xen. и κατὰ τὰς χώρας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> происходить, совершаться: γ. ἔκ τινος Her., [[ἀπό]] τινος Xen., [[ὑπό]] τινος Thuc., Xen. и [[παρά]] τινος Plat. случаться из-за кого(чего)-л., вследствие чего-л. или благодаря кому(чему)-л.; ἢ γεγονότα ἢ [[ὄντα]] ἢ μέλλοντα Plat. прошлое, настоящее или будущее; οὐκ ἂν ἔμοιγε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο Hom. не смею надеяться, чтобы это случилось; ἀγορὴ γένετο Hom. происходило собрание; [[χρῆν]] Κανδαύλῃ [[γενέσθαι]] [[κακώς]] Her. Кандавлу пришлось плохо; πιστὰ ἠξίου [[γενέσθαι]] Xen. он потребовал гарантий; ἐγίγνονθ᾽ οἱ ὅρκοι Dem. были даны клятвы; τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγίγνετο Xen. жертвоприношение сложилось благоприятно; τὰ [[γεγενημένα]] или τὰ [[γενόμενα]] Xen., Dem.; происшедшее, прошлые события; τὰ γενησόμενα Dem. предстоящие события, последствия; ἀρρωδέομεν μὴ [[ὑμῖν]] οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι Her. мы опасались, не будут ли вам неприятны эти слова; ἐγένετο [[ὥστε]] ἀμφοτέρους [[ἔξω]] Σπάρτης εἶναι Xen. случилось так, что оба уехали из Спарты; [[λαβεῖν]] μοι γένοιτο αὐτόν! Xen. ах, если бы мне удалось поймать его!;<br /><b class="num">4)</b> становиться, делаться: πάντα γιγνόμενος ([[Πρωτεύς]]) Hom. Протей, превращающийся во все (что угодно); ἐκ πλουσίου πένητα [[γενέσθαι]] Xen. стать из богача бедняком; εἴ τις κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως Thuc. если бы кто-л. вздумал помешать переходу; τί γένωμαι; Aesch. что со мной будет?; οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Thuc. не зная, как им быть; [[γενέσθαι]] τῶν δικαστέων Her. состоять судьей (досл. в числе судей); τούτων γενοῦ μοι Arph. стань таким, как они; καθ᾽ ἕν γ. Thuc. объединяться, соединяться; ἐπὶ τῆς γνώμης τινὸς γ. Dem. присоединяться к чьему-л. мнению; πρὸς τῇ γῇ γ. Dem. причаливать к берегу; [[ἑαυτοῦ]] γ. Plat., Dem.; становиться независимым, но γ. [[αὑτοῦ]] Soph., ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] Her. и εν ἑαυτῷ Xen. овладевать собой, приходить в себя; ὁ [[σῖτος]] ἐγένετο [[ἑκκαίδεκα]] δραχμῶν Dem. цена на хлеб дошла до 11 драхм; ἐν πολέμῳ [[γενέσθαι]] Thuc. вступить в войну; δι᾽ ἔχθρας [[γενέσθαι]] τινί Arph. поссориться с кем-л.; [[παντοῖος]] ἐγίνετο μὴ … Her. он прилагал все усилия к тому, чтобы не …; ἆρ᾽ ἀν ἐν καιρῷ γένοιτο; Xen. не было ли бы кстати?; ἐπ᾽ ἐλπίδος [[μεγάλης]] [[γενέσθαι]] Plut. возыметь большую надежду, воспрянуть духом; [[γενέσθαι]] [[σύν]] τινι или [[μετά]] τινος Xen. быть на чьей-л. стороне или в союзе с кем-л.; κατὰ [[σφᾶς]] αὐτοὺς γ. Dem. обособляться, отделяться; ἐπὶ τῷ ἄκρῳ [[γενέσθαι]] Xen. достигнуть вершины; τοῦ πάσχειν [[κακῶς]] [[ἔξω]] [[γενέσθαι]] Dem. находиться вне опасности; ἀπὸ или ἐκ δείπνου [[γενέσθαι]] Her. кончить обед; ἐξ ὀφθαλμῶν τινι [[γενέσθαι]] Her. покинуть кого-л. (досл. уйти с чьих-л. глаз); γενόμενος ἀπὸ τούτων Plut. покончив с этим; πρὸς [[αὑτῷ]] γενόμενος βραχὺν χρόνον Plut. немного поразмыслив;<br /><b class="num">5)</b> филос. становиться, изменяться ([[ἔστι]] μὲν [[οὐδέν]], ἀεὶ δε γίγνεται Plat.; γίγνεται πάντα ἐξ ἐναντίων ἢ εἰς [[ἐναντία]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> приходить, наступать ([[ἅμα]] ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.; ὡς [[τρίτη]] [[ἡμέρη]] ἐγένετο Her.);<br /><b class="num">7)</b> (в историч. врем.) достигнуть (того или иного) возраста: ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς Hom. (или γενόμενος Xen.) достигший 13 лет от роду; ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς Luc. в возрасте 80 лет; [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς Xen. перешедший возраст военнообязанного;<br /><b class="num">8)</b> возникать, появляться: ἡ [[νόσος]] ἤρξατο γ. Thuc. началась эпидемия; ἀνάπυστα γίνεται τρόπῳ τοιῷδε Her. вот как дело обнаружилось; τὸ τοὺς πολεμήσοντας γεγενῆσθαι Dem. появление людей, намеренных воевать;<br /><b class="num">9)</b> получаться, оказываться (τὸ ἀπὸ τινος [[γενόμενον]] [[ἀργύριον]] Xen.): ὁ τῶν [[ψήφων]] γεγονὼς [[ἀριθμός]] Plat. оказавшееся (после подсчета) число голосов; οἱ καρποὶ οἱ γιγνόμενοι ἐξ ἀγελῶν Xen. доходы от скотоводства; τὰ ἑαυτοῖς [[γενόμενα]] Dem. их доходы;<br /><b class="num">10)</b> (в историч. врем.) миновать, пройти: πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Plat. не прошло и шести месяцев; ἐγένετο ἡμέραι [[ὀκτώ]] NT прошло 8 дней.
}}
}}