Anonymous

ἀπόλειψις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόλειψις]], η (Α) [[απολείπω]]<br /><b>1.</b> εγκαταλειψη<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[λιποταξία]], [[απόδραση]]<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]], [[ανεπάρκεια]], [[μειονεξία]]<br /><b>4.</b> (για [[ποτάμι]]) [[ελάττωση]] των νερών<br /><b>5.</b> [[θάνατος]].
|mltxt=[[ἀπόλειψις]], η (Α) [[απολείπω]]<br /><b>1.</b> εγκαταλειψη<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[λιποταξία]], [[απόδραση]]<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]], [[ανεπάρκεια]], [[μειονεξία]]<br /><b>4.</b> (για [[ποτάμι]]) [[ελάττωση]] των νερών<br /><b>5.</b> [[θάνατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλειψις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολείπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκατάλειψη]], [[παραμέληση]], λέγεται για πράγματα, σε Θουκ.· [[εγκατάλειψη]] ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.· [[εγκατάλειψη]] από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]], [[ανεπάρκεια]], [[μειονεξία]], σε Θουκ.
}}
}}