Anonymous

ἀπόλειψις: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλειψις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολείπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκατάλειψη]], [[παραμέληση]], λέγεται για πράγματα, σε Θουκ.· [[εγκατάλειψη]] ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.· [[εγκατάλειψη]] από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]], [[ανεπάρκεια]], [[μειονεξία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπόλειψις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολείπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκατάλειψη]], [[παραμέληση]], λέγεται για πράγματα, σε Θουκ.· [[εγκατάλειψη]] ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.· [[εγκατάλειψη]] από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[έλλειψη]], [[ανεπάρκεια]], [[μειονεξία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλειψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> оставление, уход (τοῦ στρατοπέδου Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> расторжение брака, развод (ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> побег из армии, дезертирство Xen., Dem.;<br /><b class="num">4)</b> убывание (τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.);<br /><b class="num">5)</b> кончина, смерть (θνητῶν [[γένεσις]] καὶ ἀ. Emped.).
}}
}}