Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσύνοπτος]], -ον (AM) [[σύνοπτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συνορώ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.
|mltxt=[[ἀσύνοπτος]], -ον (AM) [[σύνοπτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συνορώ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύνοπτος:''' -ον, αυτός που δεν διακρίνεται εύκολα, [[δυσδιάκριτος]], σε Αισχίν.
}}
}}