Anonymous

ἀτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτέλεια]], Α και ἀτελείη και ιων. -[[ληίη]] και δωρ. ἀτέλεα [[ατελής]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τελειότητας ή εγκυρότητας<br /><b>2.</b> [[απαλλαγή]] από [[δημόσια]] [[τέλη]] ή φόρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωμα]], [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ταχυδρομική [[ατέλεια]]» — το [[προνόμιο]] που χορηγείται από τον Νόμο της απαλλαγής από την [[υποχρέωση]] να φέρουν οι επιστολές και άλλα αντικείμενα το κανονικό [[γραμματόσημο]]<br />β) η [[απαλλαγή]] επιχείρησης από την [[υποχρέωση]] να καταβάλλει φόρους ή δασμούς, η οποία χρησιμοποιείται ως [[κίνητρο]] για επενδύσεις κεφαλαίων ή [[προώθηση]] κλάδων του εμπορίου<br />γ) «[[ατέλεια]] θεαμάτων» — ειδική [[άδεια]] ελεύθερης εισόδου σε θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ. ([[κυρίως]] για καλλιτέχνες, κριτικούς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλαγή]] από δημόσιες υποχρεώσεις και καθήκοντα<br /><b>2.</b> [[απολαβή]]<br /><b>3.</b> [[απόλαυση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἀτελείας» — [[χωρίς]] [[πληρωμή]], δωρεάν.
|mltxt=η (AM [[ἀτέλεια]], Α και ἀτελείη και ιων. -[[ληίη]] και δωρ. ἀτέλεα [[ατελής]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τελειότητας ή εγκυρότητας<br /><b>2.</b> [[απαλλαγή]] από [[δημόσια]] [[τέλη]] ή φόρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωμα]], [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ταχυδρομική [[ατέλεια]]» — το [[προνόμιο]] που χορηγείται από τον Νόμο της απαλλαγής από την [[υποχρέωση]] να φέρουν οι επιστολές και άλλα αντικείμενα το κανονικό [[γραμματόσημο]]<br />β) η [[απαλλαγή]] επιχείρησης από την [[υποχρέωση]] να καταβάλλει φόρους ή δασμούς, η οποία χρησιμοποιείται ως [[κίνητρο]] για επενδύσεις κεφαλαίων ή [[προώθηση]] κλάδων του εμπορίου<br />γ) «[[ατέλεια]] θεαμάτων» — ειδική [[άδεια]] ελεύθερης εισόδου σε θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ. ([[κυρίως]] για καλλιτέχνες, κριτικούς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλαγή]] από δημόσιες υποχρεώσεις και καθήκοντα<br /><b>2.</b> [[απολαβή]]<br /><b>3.</b> [[απόλαυση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἀτελείας» — [[χωρίς]] [[πληρωμή]], δωρεάν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἀτελής]]), απαλαγή από τους δημόσιους φόρους (<i>[[τέλη]]</i>), Λατ. [[immunitas]], παρεχομένη σ' αυτούς που υπηρέτησαν επάξια την πόλη, σε Αττ.· με γεν., [[ἀτέλεια]] στρατηΐης, [[απαλλαγή]] από τη στρατιωτική [[θητεία]], σε Ηρόδ.
}}
}}