Anonymous

διαμπάξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμπάξ]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πέρα]] ώς [[πέρα]], από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] ή [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πάξ</i> που μαρτυρείται στο <i>ά</i>-<i>παξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πήγνυμι]], [[αλλά]] και [[διαμπερές]])].
|mltxt=[[διαμπάξ]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πέρα]] ώς [[πέρα]], από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] ή [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πάξ</i> που μαρτυρείται στο <i>ά</i>-<i>παξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πήγνυμι]], [[αλλά]] και [[διαμπερές]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
}}
}}