Anonymous

διαμπάξ: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμπάξ:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του [[διά]], πέρα ως πέρα, απ' [[άκρη]] σε [[άκρη]], εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμπάξ:''' <b class="num">I</b> adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> через (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> навылет (στέρνων δ. Aesch.).
}}
}}