3,277,218
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόπληκτος]], -ον (Α) [[αποπλήσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[αποπληξία]], [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]]<br /><b>2.</b> [[εμβρόντητος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπόπληκτος]] τὰς γνάθους» — [[άλαλος]], [[μουγγός]]<br /><b>5.</b> «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν [[αποπληξία]]. | |mltxt=[[ἀπόπληκτος]], -ον (Α) [[αποπλήσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[αποπληξία]], [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]]<br /><b>2.</b> [[εμβρόντητος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπόπληκτος]] τὰς γνάθους» — [[άλαλος]], [[μουγγός]]<br /><b>5.</b> «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν [[αποπληξία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόπληκτος:''' -ον ([[ἀποπλήσσω]]), αυτός που έπαθε [[αποπληξία]], που τον έπληξε εγκεφαλικό [[επεισόδιο]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον νου, [[επομένως]] [[εμβρόντητος]], [[άναυδος]], αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει [[άνοια]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το [[σώμα]], [[επομένως]] [[παράλυτος]], αυτός που έχει μείνει [[ανάπηρος]], Λατ. [[sideratus]], σε Ηρόδ.· [[ἀπόπληκτος]] [[τὰς]] γνάθους, αυτός που έχασε τη [[δυνατότητα]] να μιλάει λόγω αποπληξίας, [[άναυδος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |