Anonymous

ἀπόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόπληκτος:''' -ον ([[ἀποπλήσσω]]), αυτός που έπαθε [[αποπληξία]], που τον έπληξε εγκεφαλικό [[επεισόδιο]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον νου, [[επομένως]] [[εμβρόντητος]], [[άναυδος]], αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει [[άνοια]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το [[σώμα]], [[επομένως]] [[παράλυτος]], αυτός που έχει μείνει [[ανάπηρος]], Λατ. [[sideratus]], σε Ηρόδ.· [[ἀπόπληκτος]] [[τὰς]] γνάθους, αυτός που έχασε τη [[δυνατότητα]] να μιλάει λόγω αποπληξίας, [[άναυδος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπόπληκτος:''' -ον ([[ἀποπλήσσω]]), αυτός που έπαθε [[αποπληξία]], που τον έπληξε εγκεφαλικό [[επεισόδιο]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον νου, [[επομένως]] [[εμβρόντητος]], [[άναυδος]], αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει [[άνοια]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το [[σώμα]], [[επομένως]] [[παράλυτος]], αυτός που έχει μείνει [[ανάπηρος]], Λατ. [[sideratus]], σε Ηρόδ.· [[ἀπόπληκτος]] [[τὰς]] γνάθους, αυτός που έχασε τη [[δυνατότητα]] να μιλάει λόγω αποπληξίας, [[άναυδος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόπληκτος:''' <b class="num">1)</b> разбитый параличом Her.: ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. у него отнялись челюсти, т. е. он онемел;<br /><b class="num">2)</b> отупевший, тупоумный, слабоумный Her., Soph., Dem., Plut.
}}
}}