Anonymous

γλυκύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλυκύδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που φέρνει στα μάτια [[γλυκά]] δάκρυα («[[γλυκύδακρυς]] Ἔρως»).
|mltxt=[[γλυκύδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που φέρνει στα μάτια [[γλυκά]] δάκρυα («[[γλυκύδακρυς]] Ἔρως»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
}}
}}