Anonymous

γλυκύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύδακρυς:''' υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы ([[Ἔρως]] Anth.).
}}
}}