Anonymous

βόρειος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[βόρειος]], -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) [[Βορέας]]<br />αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή [[είναι]] στραμμένος [[προς]] αυτόν ή, [[τέλος]], προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια [[πλευρά]] του ναού», «[[βόρειος]] [[άνεμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βόρεια</i>, <i>τα</i><br />οι βόρειοι άνεμοι.
|mltxt=-α, -ο (AM [[βόρειος]], -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) [[Βορέας]]<br />αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή [[είναι]] στραμμένος [[προς]] αυτόν ή, [[τέλος]], προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια [[πλευρά]] του ναού», «[[βόρειος]] [[άνεμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βόρεια</i>, <i>τα</i><br />οι βόρειοι άνεμοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βόρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[βορήϊος]], -η, -ον· ο προερχόμενος από το [[μέρος]] του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το [[νότιος]], σε Ηρόδ.· ἀκτὰ [[βόρειος]], εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ.
}}
}}