Anonymous

ἀπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπαλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[λύτρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] δυσάρεστο<br /><b>2.</b> [[τέλος]], [[θάνατος]]<br />«την κακή σου την [[απαλλαγή]]» ([[κατάρα]])<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀπαλλαγὴ βίου» <b>(Ιπποκρ.)</b>, «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» ([[Πλάτων]]), «τὸ [[χύλισμα]] τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[αποδέσμευση]] από κάποια [[υποχρέωση]] («φορολογική [[απαλλαγή]]», «πήρε [[απαλλαγή]] από τον στρατό»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάλυση]] του γάμου<br /><b>2.</b> [[αναχώρηση]] ή τα [[μέσα]] για [[αναχώρηση]] ή [[διαφυγή]].
|mltxt=η (AM [[ἀπαλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[λύτρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] δυσάρεστο<br /><b>2.</b> [[τέλος]], [[θάνατος]]<br />«την κακή σου την [[απαλλαγή]]» ([[κατάρα]])<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀπαλλαγὴ βίου» <b>(Ιπποκρ.)</b>, «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» ([[Πλάτων]]), «τὸ [[χύλισμα]] τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[αποδέσμευση]] από κάποια [[υποχρέωση]] («φορολογική [[απαλλαγή]]», «πήρε [[απαλλαγή]] από τον στρατό»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάλυση]] του γάμου<br /><b>2.</b> [[αναχώρηση]] ή τα [[μέσα]] για [[αναχώρηση]] ή [[διαφυγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαλλᾰγή:''' ἡ ([[ἀπαλλάσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], γλυτωμός από αυτό, <i>πόνων</i>, <i>ξυμφορᾶς</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαζύγιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Παθ. τύπο),<br /><b class="num">1.</b> [[αναχώρηση]], [[απομάκρυνση]], [[μέσο]] για [[αναχώρηση]], [[διαφυγή]], [[υποχώρηση]], σε Ηρόδ.· ἡ ἀπαλλαγὴ [[ἀλλήλων]], [[χωρισμός]] αυτών που συμπλέκονται [[μεταξύ]] τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου</i>, [[αναχώρηση]] από την [[ζωή]], δηλ. [[θάνατος]], σε Ξεν.· <i>ψυχῆςἀπὸ σώματος</i>, σε Πλάτ.
}}
}}