Anonymous

ἀπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαλλᾰγή:''' ἡ ([[ἀπαλλάσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], γλυτωμός από αυτό, <i>πόνων</i>, <i>ξυμφορᾶς</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαζύγιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Παθ. τύπο),<br /><b class="num">1.</b> [[αναχώρηση]], [[απομάκρυνση]], [[μέσο]] για [[αναχώρηση]], [[διαφυγή]], [[υποχώρηση]], σε Ηρόδ.· ἡ ἀπαλλαγὴ [[ἀλλήλων]], [[χωρισμός]] αυτών που συμπλέκονται [[μεταξύ]] τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου</i>, [[αναχώρηση]] από την [[ζωή]], δηλ. [[θάνατος]], σε Ξεν.· <i>ψυχῆςἀπὸ σώματος</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπαλλᾰγή:''' ἡ ([[ἀπαλλάσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], γλυτωμός από αυτό, <i>πόνων</i>, <i>ξυμφορᾶς</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαζύγιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Παθ. τύπο),<br /><b class="num">1.</b> [[αναχώρηση]], [[απομάκρυνση]], [[μέσο]] για [[αναχώρηση]], [[διαφυγή]], [[υποχώρηση]], σε Ηρόδ.· ἡ ἀπαλλαγὴ [[ἀλλήλων]], [[χωρισμός]] αυτών που συμπλέκονται [[μεταξύ]] τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου</i>, [[αναχώρηση]] από την [[ζωή]], δηλ. [[θάνατος]], σε Ξεν.· <i>ψυχῆςἀπὸ σώματος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλᾰγή:''' ἡ<b class="num">1)</b> освобождение, избавление (πόνων Aesch.; πεπρωμένης Soph.; τοῦ παντός Plat.; τυραννίδος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прекращение (τοῦ πολέμου Thuc., Dem., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> развод (οὐκ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ γυναιξίν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> отделение, расставание (τινος [[ἀπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> уход, отступление (τοῦ Αἰθίοπος, sc. ἐκ τῆς Αἰγύπτου Her.): οὐχ οἱ ἦν ἀ. [[οὐδεμία]] Her. он никак не мог уйти; ἡ ἀ. ἐγένετο [[ἀλλήλων]] Thuc. (противники) отошли друг от друга;<br /><b class="num">6)</b> (тж. ἀ. τοῦ βίου Xen.) кончина, смерть Diog. L.
}}
}}