3,277,206
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτημέλητος]], -ον) [[τημελώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που παραμελεί την [[εμφάνιση]] του, [[απεριποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ελπίζει πια [[τίποτε]], αποτυχημένος<br /><b>3.</b> [[νωθρός]], [[αδιάφορος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτημέλητος]], -ον) [[τημελώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που παραμελεί την [[εμφάνιση]] του, [[απεριποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ελπίζει πια [[τίποτε]], αποτυχημένος<br /><b>3.</b> [[νωθρός]], [[αδιάφορος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν. | |||
}} | }} |