Anonymous

ἀτημέλητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτημέλητος]], -ον) [[τημελώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που παραμελεί την [[εμφάνιση]] του, [[απεριποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ελπίζει πια [[τίποτε]], αποτυχημένος<br /><b>3.</b> [[νωθρός]], [[αδιάφορος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτημέλητος]], -ον) [[τημελώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που παραμελεί την [[εμφάνιση]] του, [[απεριποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ελπίζει πια [[τίποτε]], αποτυχημένος<br /><b>3.</b> [[νωθρός]], [[αδιάφορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν.
}}
}}