Anonymous

ἀτημέλητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτημέλητος:''' <b class="num">1)</b> Xen. = [[ἀτημελής]] 1;<br /><b class="num">2)</b> оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).
}}
}}