Anonymous

ἀποικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποικτίζομαι]] (Α)<br />[[διαμαρτύρομαι]] έντονα.
|mltxt=[[ἀποικτίζομαι]] (Α)<br />[[διαμαρτύρομαι]] έντονα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[παραπονούμαι]] μεγαλοφώνως για [[κάτι]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
}}