Anonymous

ἀποικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[παραπονούμαι]] μεγαλοφώνως για [[κάτι]], με αιτ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[παραπονούμαι]] μεγαλοφώνως για [[κάτι]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποικτίζομαι:''' горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).
}}
}}