Anonymous

αὐχμώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐχμώδης]], -ες (Α) [[αυχμός]]<br /><b>1.</b> [[ξερός]], [[άνυδρος]]<br /><b>2.</b> [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐχμῶδες</i><br />η [[ξηρασία]].
|mltxt=[[αὐχμώδης]], -ες (Α) [[αυχμός]]<br /><b>1.</b> [[ξερός]], [[άνυδρος]]<br /><b>2.</b> [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐχμῶδες</i><br />η [[ξηρασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐχμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που δείχνει [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[κόμη]], σε Ευρ.· <i>τὸ αὐχμῶδες</i>, [[ξηρασία]], σε Ηρόδ.
}}
}}