Anonymous

γενέθλιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[γενέθλιος]], -ον, Α και [[γενέθλιος]], -α, -ον) [[γενέθλη]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γέννηση]] ή την [[ημέρα]] της γέννησης κάποιου<br /><b>2.</b> (πληθ. ουδ. ως ουσ.) <i>τα [[γενέθλια]]<br />α) η [[επέτειος]] της ημέρας της γέννησης κάποιου<br />β) ο [[εορτασμός]] αυτής της ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για θεούς) αυτός που προστατεύει το [[γένος]] ή την [[οικογένεια]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συγγενικός]]<br /><b>3.</b> [[πατρικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που παράγει, που γεννά [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> [[γενέθλιος]] (ἡμερα) ή <i>γενέθλιον</i> ([[ἦμαρ]])<br />τα [[γενέθλια]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[γενέθλιος]], -ον, Α και [[γενέθλιος]], -α, -ον) [[γενέθλη]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γέννηση]] ή την [[ημέρα]] της γέννησης κάποιου<br /><b>2.</b> (πληθ. ουδ. ως ουσ.) <i>τα [[γενέθλια]]<br />α) η [[επέτειος]] της ημέρας της γέννησης κάποιου<br />β) ο [[εορτασμός]] αυτής της ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για θεούς) αυτός που προστατεύει το [[γένος]] ή την [[οικογένεια]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συγγενικός]]<br /><b>3.</b> [[πατρικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που παράγει, που γεννά [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> [[γενέθλιος]] (ἡμερα) ή <i>γενέθλιον</i> ([[ἦμαρ]])<br />τα [[γενέθλια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενέθλιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη [[γέννηση]] κάποιου, Λατ. [[natalis]]· [[γενέθλιος]] [[δόσις]], [[δώρο]] γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ [[γενέθλιος]] (με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]]), η [[ημέρα]] γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ [[γενέθλια]], [[γιορτή]] προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την [[ημέρα]] της γέννησης, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στη [[γενιά]] ή στην [[οικογένεια]] κάποιου, λέγεται [[ιδίως]] για τους προστάτες θεούς (Λατ. [[dii]] gentiles)· [[Ζεὺς]] [[γενέθλιος]], σε Πίνδ.· <i>γενέθλιοι θεοί</i>, σε Αισχύλ.· γενέθλιον [[αἷμα]], το συγγενικό [[αίμα]], σε Ευρ.· γενέθλιοι [[ἀραί]], οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ζωή]]· [[γενέθλιος]] [[πόρος]], το [[ρεύμα]] όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· <i>βλασταὶ γενέθλιοι</i>, σε Σοφ.
}}
}}