Anonymous

γενέθλιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενέθλιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη [[γέννηση]] κάποιου, Λατ. [[natalis]]· [[γενέθλιος]] [[δόσις]], [[δώρο]] γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ [[γενέθλιος]] (με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]]), η [[ημέρα]] γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ [[γενέθλια]], [[γιορτή]] προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την [[ημέρα]] της γέννησης, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στη [[γενιά]] ή στην [[οικογένεια]] κάποιου, λέγεται [[ιδίως]] για τους προστάτες θεούς (Λατ. [[dii]] gentiles)· [[Ζεὺς]] [[γενέθλιος]], σε Πίνδ.· <i>γενέθλιοι θεοί</i>, σε Αισχύλ.· γενέθλιον [[αἷμα]], το συγγενικό [[αίμα]], σε Ευρ.· γενέθλιοι [[ἀραί]], οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ζωή]]· [[γενέθλιος]] [[πόρος]], το [[ρεύμα]] όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· <i>βλασταὶ γενέθλιοι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''γενέθλιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη [[γέννηση]] κάποιου, Λατ. [[natalis]]· [[γενέθλιος]] [[δόσις]], [[δώρο]] γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ [[γενέθλιος]] (με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]]), η [[ημέρα]] γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ [[γενέθλια]], [[γιορτή]] προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την [[ημέρα]] της γέννησης, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στη [[γενιά]] ή στην [[οικογένεια]] κάποιου, λέγεται [[ιδίως]] για τους προστάτες θεούς (Λατ. [[dii]] gentiles)· [[Ζεὺς]] [[γενέθλιος]], σε Πίνδ.· <i>γενέθλιοι θεοί</i>, σε Αισχύλ.· γενέθλιον [[αἷμα]], το συγγενικό [[αίμα]], σε Ευρ.· γενέθλιοι [[ἀραί]], οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που δίνει [[ζωή]]· [[γενέθλιος]] [[πόρος]], το [[ρεύμα]] όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· <i>βλασταὶ γενέθλιοι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''γενέθλιος:''' <b class="num">1)</b> родовой, родной, кровный (θεοί Aesch., Arst., Plut.): [[Ζεὺς]] γ. Pind. Зевс, покровитель рода; [[αἷμα]] γενέθλιον κατανύειν Eur. быть матереубийцей; γενέθλιοι [[ἀραί]] Aesch. родительские проклятия;<br /><b class="num">2)</b> производящий или произведший на свет (γ. ἀκτίνων [[πατήρ]] = [[ἥλιος]] Pind.; [[χεῦμα]] γενεθλίου πόρου Aesch.): βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. отцовское семя;<br /><b class="num">3)</b> связанный с рождением: γ. [[ἡμέρα]] Plut. или [[ἦμαρ]] Anth. день рождения; γ. [[δόσις]] Aesch. подарок ко дню рождения; γενέθλιοι θεοί Plat. боги, покровительствующие рождению (ср. 1).
}}
}}