Anonymous

ἁπαλός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁπαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[μαλακός]] στην αφή, [[τρυφερός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αβρός]], [[τρυφερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρώματα) όχι [[έντονος]], [[ανοιχτός]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) [[χαμηλός]], [[ξεκούραστος]], [[διακριτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ απαλών ονύχων» — από την πολύ μικρή, την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ήσυχος]], [[ήπιος]], [[γλυκός]]<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) [[μαλθακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, όπως [[σύνδεση]] με το [[αβρός]] ή με <i>saqua</i> «[[εξασθενώ]]» ή με <i>ara</i> «[[πατέρας]]», [[είναι]] αβέβαιες. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[τρυφερός]], [[λεπτός]], [[μαλακός]]» και χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει το ανθρώπινο [[σώμα]], τη [[σάρκα]], ενώ με μτφ. σημ. απαντά μόνο στην ομηρική φρ. «ἁπαλὸν γελάσαι».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>απαλότης</i>, [[απαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απαλία</i>, [[απαλίας]], <i>απάλιον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απαλόσαρκος]], [[απαλόστρακος]], <i>απαλότριχος</i> (-[[θριξ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαλοσώματος]], [[απαλόφρων]], [[απαλόχροος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απαλοτρεφής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλόβιος]], [[απαλόπνοος]], [[απαλοπτέρυξ]], [[απαλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλογύριστος]], [[απαλοζώνω]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁπαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[μαλακός]] στην αφή, [[τρυφερός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αβρός]], [[τρυφερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρώματα) όχι [[έντονος]], [[ανοιχτός]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) [[χαμηλός]], [[ξεκούραστος]], [[διακριτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ απαλών ονύχων» — από την πολύ μικρή, την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ήσυχος]], [[ήπιος]], [[γλυκός]]<br /><b>2.</b> (με κακή [[σημασία]]) [[μαλθακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, όπως [[σύνδεση]] με το [[αβρός]] ή με <i>saqua</i> «[[εξασθενώ]]» ή με <i>ara</i> «[[πατέρας]]», [[είναι]] αβέβαιες. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[τρυφερός]], [[λεπτός]], [[μαλακός]]» και χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει το ανθρώπινο [[σώμα]], τη [[σάρκα]], ενώ με μτφ. σημ. απαντά μόνο στην ομηρική φρ. «ἁπαλὸν γελάσαι».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>απαλότης</i>, [[απαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απαλία</i>, [[απαλίας]], <i>απάλιον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απαλόσαρκος]], [[απαλόστρακος]], <i>απαλότριχος</i> (-[[θριξ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαλοσώματος]], [[απαλόφρων]], [[απαλόχροος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απαλοτρεφής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλόβιος]], [[απαλόπνοος]], [[απαλοπτέρυξ]], [[απαλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλογύριστος]], [[απαλοζώνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλός:''' -ή, -όν, Αιολ. ἄπ-·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλακός]] στην αφή, [[τρυφερός]], λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για νωπούς καρπούς που πρόσφατα ωρίμασαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για τρυφερή [[σάρκα]], [[κρέας]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μαλακός]], [[μειλίχιος]], [[πράος]], [[ήσυχος]], [[ήπιος]], [[γλυκύς]]· <i>ἁπαλὸν γελάσαι</i>, γέλασε γλυκά, σε Ομήρ. Οδ.· ἁπαλὴ [[δίαιτα]], [[αβρός]], [[τρυφηλός]] [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}