Anonymous

ἁπαλός: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλός:''' -ή, -όν, Αιολ. ἄπ-·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλακός]] στην αφή, [[τρυφερός]], λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για νωπούς καρπούς που πρόσφατα ωρίμασαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για τρυφερή [[σάρκα]], [[κρέας]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μαλακός]], [[μειλίχιος]], [[πράος]], [[ήσυχος]], [[ήπιος]], [[γλυκύς]]· <i>ἁπαλὸν γελάσαι</i>, γέλασε γλυκά, σε Ομήρ. Οδ.· ἁπαλὴ [[δίαιτα]], [[αβρός]], [[τρυφηλός]] [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἁπᾰλός:''' -ή, -όν, Αιολ. ἄπ-·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλακός]] στην αφή, [[τρυφερός]], λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για νωπούς καρπούς που πρόσφατα ωρίμασαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για τρυφερή [[σάρκα]], [[κρέας]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μαλακός]], [[μειλίχιος]], [[πράος]], [[ήσυχος]], [[ήπιος]], [[γλυκύς]]· <i>ἁπαλὸν γελάσαι</i>, γέλασε γλυκά, σε Ομήρ. Οδ.· ἁπαλὴ [[δίαιτα]], [[αβρός]], [[τρυφηλός]] [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλός:''' эол. ἀπαλός 3 (ᾰπ)<br /><b class="num">1)</b> нежный, мягкий ([[δειρή]], χεῖρες Hom.; στόματα Hes.; [[βρέφος]] Eur.; [[καρπός]] Her.; [[κρέα]] Arph., Xen.; [[ψυχή]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> изнеженный, изысканный ([[δίαιτα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> слабый, медленный ([[πῦρ]] Diod.).
}}
}}