3,277,820
edits
(7) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βάσανος]])<br />[[λεπτομερής]], εξονυχιστική [[εξέταση]] (α. «η [[βάσανος]] της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» — θα περάσουν από [[δοκιμασία]], θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]], σωματική [[κάκωση]]<br /><b>2.</b> [[πόνος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η λυδία [[λίθος]], [[πάνω]] στην οποία ο [[γνήσιος]] [[χρυσός]] αφήνει κίτρινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> η [[χρησιμοποίηση]] της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού<br /><b>3.</b> [[ανάκριση]] με βασανιστήρια<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> [[ομολογία]] [[κατόπιν]] βασανιστηρίων<br /><b>5.</b> η [[αγωνία]] για την [[έκβαση]] μιας μάχης<br /><b>6.</b> [[προσφορά]] εξιλασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[βάσανος]] ανάγεται στο αιγυπτιακό <i>bahan</i> «[[είδος]] σχιστόλιθου που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως λυδία λίθο». Υποστηρίζεται ότι ο [[αιγυπτιακός]] τ. τράπηκε από τους Χετταίους ή από κάποιον [[άλλο]] μικρασιατικό λαό σε <i>bašan</i>, [[μορφή]] με την οποία παρελήφθη από τους Λυδούς, ενώ [[τέλος]] στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Λυδικής (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάσανος]]: <i>λυδία [[λίθος]]). Η [[σημασία]] της λ. [[βάσανος]] (που δήλωνε αρχικά τη λυδία λίθο) «[[ανάκριση]] με βασανιστήρια» οφείλεται σε σημασιολογική [[επίδραση]] του ρ. [[βασανίζω]]. | |mltxt=η (AM [[βάσανος]])<br />[[λεπτομερής]], εξονυχιστική [[εξέταση]] (α. «η [[βάσανος]] της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» — θα περάσουν από [[δοκιμασία]], θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανιστήριο]], σωματική [[κάκωση]]<br /><b>2.</b> [[πόνος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η λυδία [[λίθος]], [[πάνω]] στην οποία ο [[γνήσιος]] [[χρυσός]] αφήνει κίτρινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> η [[χρησιμοποίηση]] της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού<br /><b>3.</b> [[ανάκριση]] με βασανιστήρια<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> [[ομολογία]] [[κατόπιν]] βασανιστηρίων<br /><b>5.</b> η [[αγωνία]] για την [[έκβαση]] μιας μάχης<br /><b>6.</b> [[προσφορά]] εξιλασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[βάσανος]] ανάγεται στο αιγυπτιακό <i>bahan</i> «[[είδος]] σχιστόλιθου που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως λυδία λίθο». Υποστηρίζεται ότι ο [[αιγυπτιακός]] τ. τράπηκε από τους Χετταίους ή από κάποιον [[άλλο]] μικρασιατικό λαό σε <i>bašan</i>, [[μορφή]] με την οποία παρελήφθη από τους Λυδούς, ενώ [[τέλος]] στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Λυδικής (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάσανος]]: <i>λυδία [[λίθος]]). Η [[σημασία]] της λ. [[βάσανος]] (που δήλωνε αρχικά τη λυδία λίθο) «[[ανάκριση]] με βασανιστήρια» οφείλεται σε σημασιολογική [[επίδραση]] του ρ. [[βασανίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάσᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[Λυδία]] [[λίθος]], η οποία χρησιμοποιούνταν για τη [[δοκιμή]] του χρυσού, Λατ. [[lapis]] [[Lydius]], μια σκουρόχρωμη [[πέτρα]] επί της οποίας, όταν τριφθεί καθαρό [[χρυσάφι]], αφήνει ένα χαρακτηριστικό [[σημάδι]], [[ίχνος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, μια [[δοκιμασία]] που αποβλέπει στο να εξακριβώσει αν ένα [[πράγμα]] είναι γνήσιο ή πραγματικό, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αναζήτηση]] της αλήθειας μέσω βασανισμού, «η [[ανάκριση]]», το [[μαρτύριο]] για [[απόσπαση]] μαρτυρίας, το οποίο εφαρμοζόταν σε δούλους, στους Ρήτ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μαρτύριο]] μιας αρρώστιας, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |