Anonymous

ἀποσκήπτω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκήπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξακοντίζω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀποσκήπτω]] τὴν ὀργὴν εἴς τινα» — [[ξεσπώ]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[ξαφνικά]], [[ενσκήπτω]]<br /><b>4.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]].
|mltxt=[[ἀποσκήπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξακοντίζω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀποσκήπτω]] τὴν ὀργὴν εἴς τινα» — [[ξεσπώ]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[ξαφνικά]], [[ενσκήπτω]]<br /><b>4.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]] από [[ψηλά]]· [[ἀποσκήπτω]] βέλεα ἔς τι, [[ρίχνω]] από [[ψηλά]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιπίπτω]] αιφνιδίως, ως [[κεραυνός]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ευρ., Αισχίν.· [[ἀποσκήπτω]] ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια [[κατάληξη]], [[καταντώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.
}}
}}