Anonymous

ἀποσκήπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]] από [[ψηλά]]· [[ἀποσκήπτω]] βέλεα ἔς τι, [[ρίχνω]] από [[ψηλά]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιπίπτω]] αιφνιδίως, ως [[κεραυνός]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ευρ., Αισχίν.· [[ἀποσκήπτω]] ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια [[κατάληξη]], [[καταντώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποσκήπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]] από [[ψηλά]]· [[ἀποσκήπτω]] βέλεα ἔς τι, [[ρίχνω]] από [[ψηλά]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιπίπτω]] αιφνιδίως, ως [[κεραυνός]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ευρ., Αισχίν.· [[ἀποσκήπτω]] ἐς φλαῦρον, έχω ατυχή, άθλια [[κατάληξη]], [[καταντώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκήπτω:''' <b class="num">1)</b> метать сверху, бросать (βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> обрушиваться, падать (ἀπέσκηψαν αἱ πληγαὶ εἰς τὰς χεῖρας Plut.): ἀ. εἴς τινα Aeschin. обрушивать свой гнев на кого-л.; ἀποσκῆψαι ἐς [[φαῦλον]] Her. ничем не кончиться, свестись к нулю.
}}
}}