Anonymous

ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόμαχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόστρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[πλέον]] να μάχεται.
|mltxt=ο (Α [[ἀπόμαχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόστρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[πλέον]] να μάχεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
}}
}}