Anonymous

ἄφραστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφραστος]], -ον) [[φράζω]]<br />[[υπέροχος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφραστος]], -ον) [[φράζω]]<br />[[υπέροχος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[ανόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφραστος:''' -ον ([[φράζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>φράζομαι</i>), μη διακρινόμενος ή [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέση]] για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί [[κανείς]], σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.
}}
}}