ἄφραστος
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ἄφραστον, (φράζω)
A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694.
II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, not to be known, or not to be guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατον οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] = wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find (the place least likely to be thought of), Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. ἀφράστως = beyond thought, S.El.1262 (lyr.).
III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776.
2 giving no sign, Nonn. D. 9.134, 22.82.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inexplicable, inefable, indecible ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.Vit.Hom.213, μέριμνα A.Pers.165, φάτις S.Tr.694, ἀοιδή Orph.L.46, κηλίς E.Hipp.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.Fr.239.4, πέδη S.Tr.1057, κλύδων Hld.5.22.7.
2 inimaginable, insospechado κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.H.1.9.
3 invisible στίβος h.Merc.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.Supp.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.D.9.134, ἀφράστῳ Διόνυσος ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.D.16.342
•neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.
4 en sent. act. de pers. que no puede hablar, mudo por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.Th.776.
II adv. ἀφράστως = contra todo lo que podría decirse ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' εἰσεῖδον S.El.1262.
German (Pape)
[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urteilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. indicible, inexprimable;
II. imperceptible :
1 invisible (trace de pas, etc.);
2 caché, secret;
3 incompréhensible, étrange ; mystérieux;
Sp. ἀφραστότατος.
Étymologie: ἀ, φράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἄφραστος:
1 невыразимый, неописуемый (ἔργα HH; μέριμνα Aesch.);
2 незримый, невидимый (στίβος HH; πέδη Soph.): ἄ. κατιδεῖν Aesch. непроницаемый для взоров;
3 непостижимый, неведомый (φάτις Soph.);
4 скрытый, тайный (τὸ ἀφραστότατον, sc. χωρίον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. ἀφράστως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφραστος, -ον) φράζω
υπέροχος, ανέκφραστος, απερίγραπτος
αρχ.
1. αναρίθμητος
2. αόρατος
3. ανόητος.
Greek Monotonic
ἄφραστος: -ον (φράζω)·
I. ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.
II. (φράζομαι), μη διακρινόμενος ή απαρατήρητος, σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον χωρίον, θέση για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀφράστως, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.
Middle Liddell
φράζω
I. unutterable, inexpressible, Hhymn., Aesch., Soph.
II. (φράζομαι) not perceived or thought of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον χωρίον the place least likely to be thought of, Hdt.:—adv. ἀφράστως, beyond thought, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀνέκφραστος, θαυμαστός). Σύνθετο ἀπό τό α στερ. + φράζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని