Anonymous

ἀπόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόρρυτος]], -ον (Α) [[απορρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απορρέει<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[έκχυση]], [[εκροή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπόρρυτα [[σταθμά]]» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο [[έδαφος]].
|mltxt=[[ἀπόρρυτος]], -ον (Α) [[απορρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απορρέει<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[έκχυση]], [[εκροή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπόρρυτα [[σταθμά]]» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο [[έδαφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.
}}
}}