3,277,807
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόρρυτος]], -ον (Α) [[απορρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απορρέει<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[έκχυση]], [[εκροή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπόρρυτα [[σταθμά]]» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο [[έδαφος]]. | |mltxt=[[ἀπόρρυτος]], -ον (Α) [[απορρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απορρέει<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[έκχυση]], [[εκροή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπόρρυτα [[σταθμά]]» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο [[έδαφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν. | |||
}} | }} |