3,277,300
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόρρῠτος:''' <b class="num">1)</b> текущий ([[κρήνη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий сток ([[σταθμά]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> имеющий отток ([[σῶμα]] Plat.; ἡ [[θάλαττα]] οὐκ ἀ. Arst.). | |||
}} | }} |