Anonymous

ἀπαισχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαισχύνομαι]] (Α)<br />[[ντρέπομαι]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από [[ντροπή]].
|mltxt=[[ἀπαισχύνομαι]] (Α)<br />[[ντρέπομαι]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από [[ντροπή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαισχύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνοῦμαι</i>, αποθ., [[αρνούμαι]] [[κάτι]] [[επειδή]] [[ντρέπομαι]], συστέλλομαι από [[ντροπή]], σε Πλάτ.
}}
}}