Anonymous

ἀπαισχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαισχύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνοῦμαι</i>, αποθ., [[αρνούμαι]] [[κάτι]] [[επειδή]] [[ντρέπομαι]], συστέλλομαι από [[ντροπή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπαισχύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνοῦμαι</i>, αποθ., [[αρνούμαι]] [[κάτι]] [[επειδή]] [[ντρέπομαι]], συστέλλομαι από [[ντροπή]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαισχύνομαι:''' из стыда уклоняться, стыдливо избегать Plat.
}}
}}