Anonymous

εἰσβατός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσβᾰτός:''' староатт. [[ἐσβατός]] 3 доступный ([[θάλασσα]] καὶ γῆ τῇ [[τόλμῃ]] τινός Thuc.).
}}
}}