Anonymous

ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβάλλω]], [[ορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[μέσα]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βαραίνω]] («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς [[δαπάνη]]»).
|mltxt=[[ἐπεισπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβάλλω]], [[ορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ορμώ]] [[μέσα]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βαραίνω]] («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς [[δαπάνη]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ.
}}
}}