3,277,649
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισπίπτω:''' ион. [[ἐπεσπίπτω]] (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> врываться, вторгаться (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нападать (τινί Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> падать, поражать (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.). | |||
}} | }} |