Anonymous

ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]], [[ορμώ]] πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., [[εισβάλλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για [[αστραπή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισπίπτω:''' ион. [[ἐπεσπίπτω]] (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> врываться, вторгаться (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нападать (τινί Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> падать, поражать (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.).
}}
}}