Anonymous

εὐπέτεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπέτεια]] και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [[ευπετής]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], [[καχεξία]], [[μαρασμός]] του σώματος.
|mltxt=[[εὐπέτεια]] και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [[ευπετής]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[περίσσεια]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], [[καχεξία]], [[μαρασμός]] του σώματος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}